- κηρωτός
- κηρωτός, mit Wachs überzogen; τὸ κηρωτόν, auch ἡ κηρωτή, ein Wachs- oder Heftpflaster; eine pomadenartige Wachssalbe. Auch eine Schminke
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηρωτός — ή, ό (Α κηρωτός, ή, όν) [κηρώ] νεοελλ. 1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα») 2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» η κηραλοιφή β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα … Dictionary of Greek
κηρωτάριον — κηρωτάριον, τὸ (Α) έμπλαστρο από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. βεστι άριον, δελφιν άριον] … Dictionary of Greek
κηρωτή — κηρωτή, ἡ (Α) βλ. κηρωτός … Dictionary of Greek
κηρωτικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρωτικό οξύ» οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ που βρίσκεται σε ορισμένα είδη κηρού, όπως στο κερί τών μελισσών, στο κερί καρναούμπα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerotic < cerot (πρβλ. κηρωτός) + ic (πρβλ … Dictionary of Greek
κηρωτοειδής — κηρωτοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
κηρωτομάλαγμα — κηρωτομάλαγμα, τὸ (Α) έμπλαστρο από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + μάλαγμα (μαλάσσω)] … Dictionary of Greek
κηρωτώδης — κηρωτώδης, ῶδες (Α) [κηρωτός] κηρωτοειδής* … Dictionary of Greek